- ασπρογαλάζιος
- -α, -οαυτός που έχει χρώμα πολύ ανοιχτό γαλάζιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek
ασπρογάλανος — η, ο 1. ο ασπρογαλάζιος 2. το θηλ. ως ουσ. η ασπρογάλανη η ελληνική σημαία, η γαλανόλευκη … Dictionary of Greek